- κοιλοποιούμαι
- κοιλοποιοῡμαι, -έομαι (Α)πάπ. (για πληρωμές) δίνω προθεσμία, αναβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ποιοῦμαι (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. απομυθο-ποιούμαι, ιδιο-ποιούμαι (πρβλ. και τη σημ. τού κοιλαίνω «δίνω προθεσμία για πληρωμή»)].
Dictionary of Greek. 2013.